- αλάτρευτος
- η , ο [ος , ον ]1) не являющийся объектом поклонения, культа; не заслуживающий поклонения; 2) оставленный без внимания, без ухода; 3) не бывший в употреблении, новый (о посуде)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δε λατρεύεται: Ο Διόνυσος σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας έμενε αλάτρευτος. 2. παραμελημένος: Το περιβόλι είχε μείνει αλάτρευτο κι είχε αγριέψει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάτρευτος — η, ο 1. αυτός που δεν λατρεύεται ή δεν έχει λατρευτεί 2. που δεν βρίσκει στοργή ή που δεν τήν αξίζει 3. που δεν τού έγινε η κατάλληλη περιποίηση ή λάτρα 4. αχρησιμοποίητος, αμεταχείριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λατρευτός < λατρεύω] … Dictionary of Greek